- εὐαρεστίᾳ
- εὐαρεστίᾱͅ , εὐαρεστίαindividual tastesfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαρεστία — εὐαρεστία, ἡ (Α) [ευάρεστος] 1. η ευαρέστηση 2. στον πληθ. αἱ εὐαρεστίαι η αρέσκεια, η ατομική προτίμηση, τα ατομικά γούστα … Dictionary of Greek
εὐαρεστίας — εὐαρεστίᾱς , εὐαρεστία individual tastes fem acc pl εὐαρεστίᾱς , εὐαρεστία individual tastes fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρεστίαν — εὐαρεστίᾱν , εὐαρεστία individual tastes fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)